- φοροδοτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πληρωμή φόρων ή αυτός που μπορεί να αποδώσει φόρους: Φοροδοτικές μεταρρυθμίσεις του υπουργείου Oικονομικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.